Αναφορικά με την ποινική διαπραγμάτευση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 303 ΚΠΔ, δίνεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο για πράξεις του α.20, 22 – με μοναδική εξαίρεση την παρ.2 περ.β όταν αυτή αφορά πράξεις στο πλαίσιο τρομοκρατικής οργάνωσης του 187Α ΠΚ-,  μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή διά του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή .

Η ίδια δυνατότητα παρέχεται στον κατηγορούμενο και μετά την απολογία του στον ανακριτή, όπου ο εισαγγελέας μπορεί με διάταξή του να άρει ή να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν του έχουν επιβληθεί καθώς και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Η διαπραγμάτευση διενεργείται μεταξύ του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του με τον αρμόδιο για αυτήν την πράξη Εισαγγελέα Εφετών.

Στην περίπτωση που τo αίτημα αυτό υποβληθεί  στην προδικασία συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, το οποίο περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, την συμφωνηθείσα ποινή καθώς και τον τρόπο έκτισής της. Το πρακτικό αυτό, εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο σε διάστημα πέντε ημερών. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σε αυτόν, εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ, ποινή η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την συμφωνηθείσα μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β’ και γ’ και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση δε που το αίτημα υποβληθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, το πρακτικό καταχωρείται στο ειδικό πρακτικό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ. 4.

Τέλος , όσον αφορά την προτεινόμενη ποινή, αυτή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν  μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη φυλάκισης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, ήτοι για πράξεις του άρθρου 20 Ν.4139/2013, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών, ήτοι για πράξεις του α.22 Ν.4139/2013. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105Α ΠΚ.

Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η διαπραγμάτευση μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα απ’ αυτά, ενώ κατά της απόφασης με την οποία επικυρώνεται η προτεινόμενη ποινή δεν επιτρέπεται έφεση, παρά μόνο αναίρεση.

Ο εναλλακτικός αυτός τρόπος περάτωσης της δίκης μπορεί αναμφισβήτητα να βοηθήσει στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Άλλωστε το πρόβλημα της υπέρμετρης καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης έχει οδηγήσει σε επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί δίκαιης δίκης και πιο συγκεκριμένα για καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Έχει κριθεί ως αντιβαίνουσα στην εντός ευλόγου χρόνου εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων -ως πτυχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη- η αργοπορία, που χαρακτηρίζει την ολοκλήρωση μιας ποινικής υπόθεσης στην Ελλάδα.

Σχετικά λοιπόν με την ποινική διαπραγμάτευση παρατηρούμε ότι πρόκειται για μια δικονομική συμφωνία, η οποία συνίσταται στην αποδοχή της ενοχής του κατηγορουμένου με αντάλλαγμα μια ηπιότερη ποινή. Ο κατηγορούμενος έτσι ωφελείται από την αποφυγή μιας  χρονοβόρας, αμφίρροπης αποδεικτικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να έχει δυσμενέστερα αποτελέσματα για τον ίδιο. Ο θεσμός αυτός, ο οποίος αποτελεί προϊόν της αγγλοσαξωνικής  ποινικής δίκης, εισάγει ρητή εξαίρεση από την θεμελιώδη αρχή του ποινικοδικονομικού μας συστήματος της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Συνεπώς ένας  κατηγορούμενος, παρότι αθώος, μπορεί προκειμένου να αποφύγει μια μακροχρόνια εμπλοκή σε δικαστικό αγώνα να ομολογήσει την ενοχή του. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο το οποίο ως καθ’ ύλη αρμόδιο θα εξετάσει το πρακτικό διαπραγμάτευσης που συντάχθηκε κατόπιν συμφωνίας κατηγορούμενου- εισαγγελέα, δεν θα έχει δικαίωμα να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης σχετικά με την ενοχή ή την αθωώτητα του δράστη, παρά μόνο να ελέγξει τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β’ και γ’, ήτοι την παραγραφή , δεδικασμένο κλπ, και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου. Έτσι , το Μονομελές Εφετείο δεσμεύεται από την συμφωνία και η μόνη δυνατότητα  που έχει είναι να επιβάλλει μικρότερη ποινή από την συμφωνηθείσα , εφαρμόζοντας τα κριτήρια του α.79 ΠΚ.

Μένει όμως να δούμε κατά πόσον αυτός ο νέος θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης θα εφαρμοστεί στην πράξη..

Του Βίκτωρα Κ. Μηναιόπουλου

© 2018 Mineopoulos law Powered and Developed by NETFOCUS

logo-footer